Made with racontr.com
alt
alt
alt

FULL SCREEN

alt

Θεσσαλονίκη-Ειδομένη

Ανέβα στο λεωφορείο

alt

Η ιστορία του Σάϊφ

Πέντε ιστορίες "in transit"

ΚΛΕΙΣΙΜΟ

Απογοητευμένοι οι πρόσφυγες στην Ειδομένη από την Σύνοδο Κορυφής


Αμηχανία και προβληματισμός επικρατεί στην Ειδομένη, την επομένη της συμφωνίας Ε.Ε. - Τουρκίας για το προσφυγικό. Πολλοί ήταν αυτοί που πίστευαν ως την τελευταία στιγμή πως θα άνοιγε η διέλευση στην ουδέτερη ζώνη Ελλάδας-ΠΓΔΜ προκειμένου να μπορέσουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους.

«Ήρθαμε ως εδώ γιατί πιστεύαμε πως στην Ευρώπη θα βρούμε ελευθερία. Αντ' αυτού βρεθήκαμε εγκλωβισμένοι στην Ειδομένη, χωρίς να ξέρουμε αν θα μπορέσουμε τελικά ποτέ να φτάσουμε στον προορισμό μας» λέει ο 23χρονος Χάλεντ, από το Χαλέπι της Συρίας, που θέλει να πάει στη Γερμανία, να σπουδάσει και να ζήσει «μια φυσιολογική ζωή όπως όλοι».

Απογοητευμένος δηλώνει και ο 25χρονος Χοσάμ από τη Συρία, ο οποίος κάθε μέρα στήνεται πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές και κρατώντας χαρτόνια με συνθήματα, προσπαθεί να στρέψει με τους συμπατριώτες του τα βλέμματα του κόσμου πάνω στο πρόβλημά τους. «Γλιτώσαμε από τον πόλεμο, με κάνετε όμως να εύχομαι να μην τα είχα καταφέρει» έγραφε ένα από τα πλακάτ του.

«Είμαι απογοητευμένη με την Ευρώπη. Περίμενα πως τα σύνορα θα ανοίξουν. Περίμενα πως η Μέρκελ θα κατάφερνε να μας απεγκλωβίσει» δηλώνει η Φάτιμα από τη Συρία.

Εκφράζει παράλληλα τις ευχαριστίες της στον ελληνικό λαό για την αγάπη με την οποία τούς έχει περιβάλλει. «Οι Έλληνες δίνουν και την ψυχή τους για εμάς. Τι άλλο θα μπορούσαμε να ζητήσουμε απ' αυτούς;».

Χθες, μια ομάδα περίπου 50 ατόμων προσπάθησε να ξεσηκώσει και τους υπόλοιπους, πηγαίνοντας από σκηνή σε σκηνή, για να «περάσουν τον φράχτη», όπως έλεγαν, οργισμένοι από τα νέα που ήρθαν από τις Βρυξέλλες.

Απογοητευμένοι, ωστόσο, οι περισσότεροι, από τα γεγονότα της περασμένης Δευτέρας, όταν πάνω από 1.000 άτομα είχαν προσπαθήσει μάταια να συνεχίσουν το ταξίδι τους μέσω της ΠΓΔΜ, δεν τους ακολούθησαν.


alt
alt
alt

Άθλιες καιρικές συνθήκες


Οι φήμες ότι θα ανοίξουν τα σύνορα τους κρατούν εγκλωβισμένους


Επιδεινώνονται μέρα με τη μέρα οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων στον πρόχειρο καταυλισμό της Ειδομένης, λόγω των βροχών και του κρύου που επικρατεί συνήθως στην περιοχή.

Αντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά έχουν να αντιμετωπίσουν και την πείνα. Οι ουρές για ένα κομμάτι ψωμί, ένα φρούτο, ακόμα και ένα αυγό είναι ατελείωτες και εξαντλητικές. Οι εικόνες  διανομής είναι ενδεικτικές της κατάστασης. Απλωμένα χέρια, φωνές και σπρωξίματα προσφύγων για ένα αυγό, μία κονσέρβα και ένα φρούτο που θα σβήσουν για λίγο την πείνα τους...





alt

ΚΛΕΙΣΙΜΟ

Η ιστορία του Γιασέρ

alt

Πρόσφυγες 2016 Ενα WEB-ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΥΒΑΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΠΕ-ΜΠΕ

Eπιμελεια-Σενάριο Σκηνοθεσία : Γιώργος Κουβαράς


VIDEO : Γιώργος Κουβαράς

VIDEO! Γιάννης Αγγελάκης

ΜΟΝΤΑΖ:Γιώργος Κουβαράς


Φωτογραφίες : ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΛΕΣΙΔΗΣ

 EPA/THEOFILOS DADIS

ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΣΥΜΕΛΑ ΠΑΝΤΖΑΡΤΖΗ


Προσωπικές ιστορίες :Σοφία Παπαδοπούλου


COPYRIGHT 2016 ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΒΑΡΑΣ/ΑΠΕ-ΜΠΕ





alt

CREDITS

 Η Ειδομένη θα μείνει στην Ιστορία   αδιαμφισβήτητα ως ο πιο «διάσημος» και θλιβερός σταθμός στην Ευρώπη​. Αρχικά ήταν το πέρασμα μετά την περιπέτεια του Αιγαίου. Στην συνέχεια ήρθε ο εγκλωβισμός, οι μάχες του φράχτη και της σιδηροδρομικής γραμμής. Μετά οι λάσπες, τα χημικά, παραπλανητικές οδηγίες, πνιγμοί. Μέχρι που οι μπουλντόζες επέβαλλαν την σιωπή. Μια πολύβουη σιωπή
Άκου αν θέλεις το τραγούδι αν δεν θέλεις πάτησε SKIP INTRO και  click στο MENU

VIDEO

alt

VIDEO

Click ΕΔΩ για να μάθεις την ιστορία της πόλης

Η Ειδομένη, αρχαία πόλη Πελαγονική όπως δηλώνει και το όνομά της, οφείλει την ονομασία της πιθανόν στον ιδρυτή της ή στην Ειδομένη,

κόρη του Φέρητος (ή Βέρητος) γιου του Μακεδόνα.

Η θέση της αρχαίας πόλης, χωρίς να υπάρχει απόλυτη ταύτιση όπως αυτή της Ευρωπού, ήταν δεξιά (δυτικά) του ποταμού Αξιού απέχουσα 53 μίλια από τη Θεσσαλονίκη, λίγο βορειότερα από τη σημερινή πόλη της Γευγελής.

 

Κατελήφθη πρώτα από τους Παίονες, οι οποίοι ανάγκασαν τους Πελαγόνες να μεταναστεύσουν δυτικότερα, και συγκαταλέχθηκε στην Αμφαξίτιδα Παιονία.

Κατακτήθηκε από Κρήτες αποίκους που με αρχηγό τον Βόττωνα μετανάστευσαν στη Μακεδονία και αποτέλεσε μέρος της Βοττιαίας. Στη Βοττιαία, και ειδικότερα στους ανατολικούς πρόποδες του όρους Πάικου, υπήρχαν οι πόλεις με ελληνικό χαρακτήρα, από βορρά προς νότο, Ειδομένη, Γορτυνία, Αταλάντη, Ευρωπός.

Ενσωματώθηκε στο Μακεδονικό κράτος μετά την κατάκτηση της περιοχής επί βασιλείας Αμύντα του Α’ στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ.

Κυριεύθηκε με έφοδο - «Ειδομένη μεν κατά κράτος» - από τον Σιτάλκη, βασιλιά των Οδρυσσών Θρακών, στην αρχή του χειμώνα του 429 π.Χ. κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν ο Οδρύσσης βασιλιάς εκστράτευσε εναντίον του Μακεδόνα βασιλιά Περδίκκα του Β’ με μεγάλο εκστρατευτικό σώμα, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης παραδίδοντάς μας την πρώτη γραπτή ιστορική αναφορά για την Ειδομένη. Η εκπόρθηση δε, της πόλης, προϋποθέτει ότι ήταν οχυρωμένη με τείχη.

 

Ο Αρχέλαος, που διαδέχθηκε στο θρόνο τον πατέρα του Περδίκκα (414-399 π.Χ.), ανασυγκρότησε το κράτος των Μακεδόνων και ανοικοδόμησε τις πόλεις (που είχαν καταστραφεί), πιθανόν μεταξύ αυτών και την Ειδομένη.

Η Ειδομένη, πόλις Μακεδονίας με εθνικό όνομα Ειδομένιος, ήταν κύριος σταθμός της μακεδονικής οδού προς την κοιλάδα του Δούναβη και τόπος συγκέντρωσης των δυνάμεων του Μεγαλέξανδρου κατά την εκστρατεία του εναντίον των Περσών.

Δεν ταυτίζεται με την πόλη Ιδομεναί, που βρισκόταν βορειότερα και ανατολικά του Αξιού ποταμού, η οποία απέκτησε σπουδαιότητα όταν αναπτύχθηκε το σύστημα των ρωμαϊκών δρόμων. Στην περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας η Ειδομένη ανήκει διοικητικά στην Γ’ μερίδα της Μακεδονίας, όπως και η Ιδομεναί, με πρωτεύουσα την Πέλλα.

 

Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, τον 6ο μ.Χ. αιώνα, αναφέρεται μεταξύ των άλλων και η πόλις Ιδομένη να ανήκει στην επαρχία της Α’ Μακεδονίας που περιελάμβανε 31 πόλεις με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη.

Μετά από 2-3 αιώνες, όταν έγινε η διοικητική οργάνωση σε θέματα, η Ιδομένη αναφέρεται να ανήκει στο θέμα της Μακεδονίας και στην πρώτη από τις τρεις επαρχίες του, με την ίδια, όπως και στην προηγούμενη, διοικητική διαίρεση. Δεν είναι σίγουρο όμως αν η Ιδομένη των βυζαντινών χρόνων ήταν η Ειδομένη ή η Ιδομεναί.

alt

Ο φράχτης σταματά και τα τρένα

Κραυγή αγωνίας από τους πρόσφυγες

 

Στον καταυλισμό της Ειδομένης περίπου 12.000 πρόσφυγες περίμεναν -ορισμένοι  πάνω από δύο μήνες- να περάσουν τη βαριά σιδερόφραχτη πύλη και να συνεχίσουν από εκεί το ταξίδι τους προς τη δυτική Ευρώπη. Παντού κυριαρχεί η ίδια ερώτηση, "πότε θα ανοίξουν τα σύνορα;", ενώ οι σκηνές στα χωράφια δεξιά κι αριστερά των γραμμών πληθαίνουν, με μια ολόκληρη πολιτεία να έχει στηθεί πλάι στο χωριό των μόλις 100 κατοίκων.  Λίγο προτού πέσει η νύχτα και η θερμοκρασία, αρχίζει για τους πρόσφυγες η προετοιμασία για τη διανυκτέρευση. Στρώνουν με ό,τι βρουν το πάτωμα των σκηνών, παίρνουν κουβέρτες από τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και εφορμούν στα γειτονικά χωράφια για να βρουν ξύλα ή όποιο άλλο αντικείμενο, για να κάψουν.

 

 

 

Μπες με την κάμερα στον καταυλισμό

Κλειστά σύνορα

"Γιατί δεν μας θέλουν στην Ευρώπη;"



Αδυνατούν να κατανοήσουν γιατί τα σύνορα έκλεισαν και δεν θα μπορέσουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τη βόρεια Ευρώπη διά της ιδίας οδού με πολλούς φίλους και συγγενείς τους που προηγήθηκαν. «Τι σκέφτονται στην Ευρώπη για εμάς; Θεωρούν ότι θα τους δημιουργήσουμε προβλήματα;» ρωτά ο Άχμεντ από την πόλη Φαλούτζα του Ιράκ. Μαζί με τους φίλους του, τον Μοχάμεντ, τον Άλι και τον Αμπντούλ Αζίζ, κάθονται έξω από τη σκηνή τους και συζητούν για τα κλειστά σύνορα και τι μπορούν να κάνουν τώρα. «Εμείς είμαστε πρόσφυγες, όχι τρομοκράτες» τονίζουν και αποδίδουν τα κλειστά σύνορα στον φόβο που κυριάρχησε στην Ευρώπη μετά τα γεγονότα στο Παρίσι.





Τα αποτυπώματα της Ειδομένης

Επιχείρηση Εκκένωση


Πριν από την έναρξη της επιχείρησης, στον καταυλισμό βρίσκονταν περίπου 8.500 πρόσφυγες.


Πολύ πιο γρήγορα από ό,τι αρχικά είχε υπολογιστεί, ολοκληρώθηκε η επιχείρηση εκκένωσης του καταυλισμού προσφύγων στην Ειδομένη. Στην επιχείρηση συνέβαλαν αποφασιστικά οι ίδιοι οι πρόσφυγες, οι οποίοι αποφάσισαν να... μετακινηθούν μόνοι τους πριν τους μετακινήσουν οι ελληνικές αρχές.





VIDEO

alt
alt

Ζήσε  την ένταση με το τραγούδι  του Αλί

Περπάτησε με τους πρόσφυγες

alt
alt
alt

Αγώνας επιβίωσης

Οργισμένη απόγνωση


Μηδένισαν τη ζωή τους φεύγοντας από τη χώρα που γεννήθηκαν. Έφυγαν από τη χώρα που μεγάλωσαν γιατί δεν ήθελαν να είναι πρωταγωνιστές ή μάρτυρες μιας τυφλής σφαγής. Άφησαν πίσω τους το σπίτι τους γιατί δεν μπορούσαν να το προστατέψουν από τους “ισχυρούς” που παίζουν τα δικά τους παιχνίδια με όποιο κόστος. Πήραν μαζί τους μόνο την ελπίδα πως θα καταφέρουν να περάσουν τα “σύνορα” και ο κόσμος (τους) θα αλλάξει




alt

ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΛΕΣΙΔΗΣ

Ο Γιάσερ Μπασάρ θα θυμάται για πάντα τη 15η Αυγούστου του 2014. Ήταν η μέρα που ο ISIS ξεκλήρισε το Κότζο, ένα μικρό χωριό στο βόρειο Ιράκ, όπου ζουν Γεζίντι, και τού έκλεψε «ολόκληρη τη ζωή», όπως χαρακτηριστικά λέει.

«Μπήκαν στο χωριό μας και το αιματοκύλησαν. Σκότωσαν το ένα μου παιδί, που δεν είχε προλάβει καλά καλά να γίνει ενάμιση χρονών, απήγαγαν τη γυναίκα μου και τον μεγαλύτερο γιο μου. Απήγαγαν τους γονείς και τρία από τα αδέλφια μου, τους συγγενείς και τους γείτονές μου» λέει, με τρεμάμενη φωνή, ο Γιάσερ Μπουσάρ στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Οι τζιχαντιστές σκόρπισαν τον τρόμο στο Κότζο. «Εκατοντάδες άτομα πέθαναν, μεταξύ αυτών 80 ηλικιωμένες γυναίκες που δεν θέλησαν να απαρνηθούν την “ταυτότητά” τους, όπως ζητούσαν επίμονα οι τζιχαντιστές. Όσοι ήταν παρόντες βίωσαν την απόλυτη φρίκη» εξιστορεί.

Χτυπά με μανία το χέρι του πάνω σε μια πέτρα, σαν να θέλει να τιμωρήσει τον εαυτό του που δεν ήταν εκεί για να προστατεύσει την οικογένειά του. «Ήμουν στη Βαγδάτη για δουλειά και αυτό δεν θα το συγχωρήσω ποτέ στον εαυτό μου» εξηγεί.

«Άφησαν ελεύθερους τους γονείς μου επειδή ήταν μεγάλοι σε ηλικία και δεν τούς ήταν …χρήσιμοι, καθώς κι ένα από τα αδέλφια μου, ενώ ύστερα από εννέα μήνες άφησαν ελεύθερο και τον γιο μου, που τώρα ζει στη Γερμανία μαζί με την αδελφή μου και τον σύζυγό της» συνεχίζει.

Τη δική του σύζυγο την κρατά ακόμη αιχμάλωτη ο ISIS και όταν αναφέρεται σ’ αυτή με δυσκολία συγκρατεί τα δάκρυά του. «Πριν από τρεις ημέρες πήρα ένα γράμμα από τη Χαλίντα» λέει και δείχνει στο κινητό του τη φωτογραφία με το γράμμα, που τού έστειλε με μήνυμα στο κινητό του ο «αγγελιαφόρος», ένας Γεζίντι που κατάφερε να ξεφύγει από το μένος των τζιχαντιστών.

«Μού γράφει η γυναίκα μου πως εδώ κι εννέα μήνες ζει σε μια υπόγεια φυλακή και πως η κατάσταση όλων όσοι είναι μαζί της είναι πολύ άσχημη. Ρωτά για μένα και για τον γιο μας, που τον έχει επιθυμήσει» αναφέρει.

Ο γιος τού Γιάσερ και της Χαλίντα δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το ψυχολογικό τραύμα των εννέα μηνών που πέρασε στα χέρια των τζιχαντιστών και, όπως εξηγεί ο πατέρας του, αντιμετωπίζει προβλήματα στην ομιλία.

Ο Γιάσερ Μπασάρ βρίσκεται στην Ειδομένη από τις 18 Φεβρουαρίου του 2016 και, όπως λέει, το μόνο που ελπίζει είναι να βρεθεί πλάι στο παιδί του όσο το δυνατόν πιο σύντομα. «Αυτή τη στιγμή είναι η μόνη οικογένεια που έχω» σιγοψιθυρίζει και το βλέμμα του χάνεται στον ορίζοντα σαν να θέλει να «σκίσει» τον φράχτη που υψώνεται μπροστά του και τον κρατά εγκλωβισμένο στην Ειδομένη.

«Οι Γεζίντι δεν έχουν καμιά τύχη στο Ιράκ. Είναι καταδικασμένοι σε θάνατο. Το μένος του Daesh (ISIS) εναντίον μας δεν έχει μέτρο σύγκρισης» λέει και καλεί την Ευρώπη να αγκαλιάσει τους ανθρώπους της Ειδομένης κι όλους όσοι προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεμο.

Οι Γεζίντι, κουρδόφωνος πληθυσμός, που έχουν προσκολληθεί πνευματικά σε ένα κλάδο του Γιαζντανισμού, που συμπλέκει στοιχεία του Μιθραϊσμού, των προϊσλαμικών θρησκευτικών παραδόσεων της Μεσοποταμίας, του Χριστιανισμού και του Ισλάμ, διώκονται από το Ισλαμικό Κράτος ως «λάτρεις και προσκυνητές του διαβόλου».

Ο ISIS τον κυνήγησε μέσα στα βουνά, χρειάστηκε να αλλάξει πολλές φορές διακινητές και διαδρομές, να βρεθεί σε φυλακές και να κολυμπήσει στα παγωμένα νερά του Αιγαίου, προτού «κολλήσει» στην Ειδομένη.Ο Σέιφ, ένας νεαρός Γεζίντι από το βόρειο Ιράκ, έχει ήδη «γράψει» πολλά χιλιόμετρα στους δρόμους της προσφυγιάς.

Έφυγε κυνηγημένος από τη Ζοράβα -ένα μικρό χωριό στην περιοχή του Σιντζάρ- τρεις φορές επιχείρησε να περάσει, μέσω Τουρκίας, στην Ελλάδα και από εκεί να συνεχίσει για τη βόρεια Ευρώπη κι άλλες τόσες να περάσει από την Τουρκία στη Βουλγαρία και μετά στη Σερβία. Ύστερα από μια πραγματική «οδύσσεια» κατάφερε να βρεθεί τελικά στη Μυτιλήνη, από εκεί στην Αθήνα και μετά στην Ειδομένη, όπου τα όνειρά του για μια καλύτερη ζωή «σκάλωσαν» στον φράχτη της ουδέτερης ζώνης Ελλάδας- πΓΔΜ.

«Όταν ο ISIS έφτασε στη Ζοράβα αποφασίσαμε να φύγουμε μαζί με τους συγγενείς μου και να πάμε στα βουνά της Σινζτάρ. Ο θείος μου έφερε ένα αυτοκίνητο από γειτονικό χωριό και καθώς είχαμε λίγο πετρέλαιο αποφασίσαμε να φτάσουμε όσο πιο ψηλά γινόταν στο βουνό. Το PKK μας είχε ανοίξει τον δρόμο, αλλά προτού φτάσουμε στις δυνάμεις του, εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά μας οι άνδρες του ISIS. Μας ρώτησαν πού πηγαίνουμε κι εμείς τους απαντήσαμε ότι εκεί ήταν το χωριό μας και θα μέναμε εκεί. Ξέραμε πως αν λέγαμε το αντίθετο, θα τους εξαγριώναμε» διηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο νεαρός Γεζίντι, με την ευγενική φυσιογνωμία.

«Μας πήραν όσα χρήματα είχαμε πάνω μας και τα αυτοκίνητα. Ενώ μας έκαναν σωματικό έλεγχο, είχαν κολλημένο το πιστόλι στο κεφάλι μας. Δεν λέγαμε τίποτα ούτε απαντούσαμε στις προκλήσεις» εξιστορεί την προσωπική του περιπέτεια ο Σέιφ και συνεχίζει: «Πήραν τα αυτοκίνητα και μας είπαν να μείνουμε εκεί ώσπου να γυρίσουν. Μόλις όμως έφυγαν, αποφασίσαμε να φύγουμε κι εμείς περπατώντας και αναζητώντας μέρος να κρυφτούμε. Βρίσκαμε τις πόρτες όλων των σπιτιών στο χωριό, όπου είχαμε φτάσει, κλειστές. Οι περισσότεροι είχαν φύγει για να δραπετεύσουν κι αυτοί από τη μανία του ISIS. Μόλις εντοπίζαμε κάποιο σπίτι χωρίς πόρτα μπαίναμε μέσα κι έτσι κινούμασταν από το ένα μέρος στο άλλο».

Ο Σέιφ, άλλα μέλη της οικογένειάς του και κάποιοι συγγενείς κατάφεραν να επιστρέψουν στα βουνά μέσω ενός Γεζίντι μαχητή που είχε κατέβει στο χωριό για να πάρει φαγητό για τους υπόλοιπους. Έτσι έμαθε και νέα από κάποιους άλλους συγγενείς του, που είχαν ακολουθήσει διαφορετική πορεία από τη δική τους.

«Επτά ημέρες μείναμε συνολικά στο βουνό. Μου τηλεφώνησε μετά ο θείος μου που ήταν σε ασφαλές μέρος στο Κουρδιστάν και μου είπε πως θα φέρει αυτοκίνητο και πετρέλαιο και αν μπορούσαμε κι εμείς να βρούμε ακόμη ένα αυτοκίνητο εκεί, στα βουνά, για να μπορέσουμε να δραπετεύσουμε. Έτσι κι έγινε και τελικά βρεθήκαμε στη Συρία και μετά στο Κουρδιστάν. Ήταν τότε που ο πατέρας μου, ο οποίος είχε ήδη φύγει στις ΗΠΑ, μας είπε πως η κατάσταση στο Ιράκ δεν ήταν πλέον ασφαλής και πως θα έπρεπε να περάσουμε στην Ευρώπη» θυμάται ο νεαρός Γεζίντι.

Πρώτος σταθμός του ταξιδιού η Τουρκία, «από εκεί που αρχίζουν όλα», όπως λέει ο Σέιφ. «Μείναμε ενάμιση χρόνο στην Τουρκία και μετά η υπόλοιπη οικογένειά μου πήγε στις ΗΠΑ μέσω της διαδικασίας της οικογενειακής επανένωσης, ενώ εγώ έμεινα πίσω γιατί ήμουν μεγαλύτερος από 20 ετών. Πήγαν η μητέρα μου και τα μικρότερα αδέλφια μου (τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι). Έχω κι έναν αδελφό στη Γερμανία. Αυτός κατάφερε και πέρασε με τη γυναίκα του όταν ήταν ακόμη ανοιχτά τα σύνορα» σημειώνει.

Το πέρασμα, ωστόσο, από την Τουρκία στην Ευρώπη αποδείχθηκε εφιάλτης και εξηγεί τι ακριβώς εννοεί: «Αρχικά προσπάθησα να περάσω από το Τσανάκαλε στη Μυτιλήνη, αλλά με συνέλαβε ο τουρκικός στρατός και με έστειλε πίσω. Το ίδιο συνέβη και τη δεύτερη φορά, ώσπου την τρίτη αποφάσισα να αλλάξω διακινητές. Από το Μπόντρουμ προσπαθήσαμε να περάσουμε στη Χίο, αλλά αυτός που ανέλαβε να μας περάσει δεν ήξερε τη διαδρομή και μείναμε τέσσερις ώρες στα ανοιχτά. Η βάρκα μας ήταν ξύλινη και άρχισε να μπάζει νερά, με αποτέλεσμα να βυθιστεί. Όλοι βρεθήκαμε στη θάλασσα κι έξι άνθρωποι γύρω μου πέθαναν. Τότε αποφασίσαμε να στείλουμε μήνυμα στο 112 (ευρωπαϊκός αριθμός έκτακτης ανάγκης). Ήρθε τελικά η τουρκική ακτοφυλακή και μας περισυνέλεξε. Κάποιοι πήγαν στο νοσοκομείο κι εγώ κατέληξα στη φυλακή, όπου έμειναν για μία μέρα. Μετά πήγα στο νοσοκομείο της Σμύρνης, όπου είχαν μεταφέρει κάποιον συγγενή μου, για να τον φροντίσω. Φοβήθηκα να περάσω διά της θαλάσσιας οδού. Αποφάσισα να περάσω από Τουρκία στη Βουλγαρία και από εκεί στη Σερβία. Έφτασα μια φορά κοντά στα σύνορα με τη Σερβία, αλλά ήταν Βούλγαροι αστυνομικοί εκεί και έτσι αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε στην Αδριανούπολη (Edirne). Ξαναπροσπάθησα να πάω μέσω Βουλγαρίας, αλλά μας έπιασαν οι αστυνομικοί. Και η τρίτη φορά ήταν αποτυχημένη. Δέκα ώρες περπατούσαμε και ο καιρός ήταν κακός. Είχε πολύ κρύο. Οι διακινητές μάς είπαν, όταν φτάνουμε προς τα σύνορα, αν δούμε ένα αυτοκίνητο να πηγαίνει σιγά σιγά να μπούμε γρήγορα μέσα. Αλλά το αυτοκίνητο στο οποίο μπήκαμε δεν ανήκε σε διακινητές κι έτσι ο οδηγός κάλεσε την αστυνομία, μας συνέλαβαν και γι ακόμη μια φορά κατέληξα στη φυλακή».

Η «οδύσσεια» του Σέιφ έλαβε τέλος -ή έτσι νόμιζε τουλάχιστον- πριν από περίπου ενάμιση μήνα, όταν κατάφερε τελικά να περάσει από τη Σμύρνη στη Λέσβο, με σκοπό να φτάσει στην Ειδομένη και από εκεί να συνεχίσει το ταξίδι του. «Κολλημένος» στην ακριτική αυτή περιοχή, το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα μπορέσει να κάνει το επόμενο βήμα και να ξεκινήσει κι αυτός, όπως η υπόλοιπη οικογένειά του, τη νέα του ζωή.



Ο Μουάγιαντ Σάαντ ξεκίνησε πριν από περίπου ένα δίμηνο το ταξίδι που ακολουθούν χιλιάδες πρόσφυγες σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης στην Ευρώπη, μακριά από τον πόλεμο. Μαζί με τη σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά του ήθελαν να πάνε από το Ιράκ στη Σουηδία, αλλά μόνο τα τέσσερα από τα μέλη της οικογένειας τα κατάφεραν, αφού η βάρκα στην οποία επέβαινε ο ίδιος και η μόλις έξι μηνών κόρη του δεν πέρασε στην απέναντι πλευρά.

Η οικογένεια ταξίδεψε από τη Βαγδάτη στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στη Σμύρνη, όπου πλήρωσαν αδρά τους διακινητές για να περάσουν στην Ελλάδα και από εκεί να συνεχίσουν, μέσω Ειδομένης, το ταξίδι προς τη Σουηδία.

Όμως, η βάρκα στην οποία επιβιβάστηκαν η σύζυγος και τα τρία τους παιδιά γέμισε ασφυκτικά και ο 45χρονος έπρεπε να περιμένει την επόμενη μαζί με την έξι μηνών κόρη του. Μόλις όμως η δεύτερη βάρκα βγήκε στα ανοιχτά επενέβη η αστυνομία, τους συνέλαβε και έτσι ο Μουάγιαντ και η μικρή έμειναν πίσω. «Χρειάστηκε να προσπαθήσω πολλές φορές ώσπου να περάσω απέναντι και να φτάσω τελικά στην Ειδομένη, όπου όμως τελικά εγκλωβίστηκα», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μουάγιαντ.

Στο Ιράκ, ο 45χρονος ήταν δημόσιος υπάλληλος και είχε μια ήρεμη ζωή πριν από τον πόλεμο. Μια σφαίρα, ωστόσο, στην πλάτη, μία απαγωγή και δύο απόπειρες απαγωγής ήταν αρκετές για να τον κάνουν να πάρει τη μεγάλη απόφαση και να ξεκινήσει το ταξίδι προς τη βόρεια Ευρώπη.

«Την πρώτη φορά που προσπάθησαν να με απαγάγουν με έσωσε η αστυνομία, αλλά στα πυρά που αντηλλάγησαν με βρήκε μία σφαίρα. Τη δεύτερη φορά που με απήγαγαν με κρατούσαν μια εβδομάδα και με βασάνιζαν έως ότου μπορέσει η οικογένειά μου να μαζέψει 2.000 δολάρια και να με αφήσουν ελεύθερο. Αυτό όμως που τελικά με έκανε να πάρω τη μεγάλη απόφαση ήταν, όταν προσπάθησαν να μπουν στο σπίτι μου και να αρπάξουν τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Ευτυχώς ήταν ο αδελφός μου εκεί», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο 45χρονος.

Εξηγεί πως στο Ιράκ λειτουργούν εγκληματικά κυκλώματα που απαγάγουν ανθρώπους «στο όνομα όποιου μπορείς να φανταστείς» και ζητούν λύτρα. Κι όλα αυτά, όπως λέει, επειδή δεν υπάρχει κράτος και τα κυκλώματα αυτά δρουν ανενόχλητα.

Το μόνο που ελπίζει ο Μουάγιαντ είναι, όπως λέει, να βρεθεί γρήγορα στο πλευρό της οικογένειάς του στη Σουηδία, μέσω του προγράμματος μετεγκατάστασης, ενώ στην ερώτηση εάν θα επέστρεφε στο Ιράκ, μόλις βελτιωθεί η κατάσταση, απαντά κατηγορηματικά «όχι, ποτέ».

Το ρολόι δείχνει 12 μετά το μεσημέρι και στον αυτοσχέδιο καταυλισμό της Ειδομένης, σ’ έναν πρόχειρο πάγκο, ένας νεαρός πρόσφυγας βάζει νερό και αλεύρι σε μια βαθιά λεκάνη και αρχίζει να ζυμώνει με απαλές κινήσεις. Λίγο πιο πέρα δύο άλλοι νεαροί ανάβουν φωτιά μέσα σ’ ένα παλιό βαρέλι, πάνω στο οποίο έχουν τοποθετήσει ένα ελαφρώς καμπυλωτό μεταλλικό σκέπασμα. Εκεί, λίγη ώρα αργότερα θα ψηθεί το σαζ (saj), η αραβική πίτα που έχει το μέγεθος ενός στρογγυλού μαξιλαριού και είναι τόσο λεπτή που μπορείς σχεδόν να δεις μέσα απ’ αυτήν.

Ο νεαρός που ζυμώνει είναι ο Παλαιστίνιος Μουράντ και μαζί με τους φίλους του -Σύροι και Παλαιστίνιοι από τον καταυλισμό του Γιαρμούκ- παρασκευάζουν καθημερινά αυτές τις πίτες, που γίνονται ανάρπαστες από τους ενοίκους της σκηνούπολης στην Ειδομένη. Προτού καλά καλά αρχίσει το ψήσιμο σχηματίζεται ουρά μπροστά από τον πάγκο και μικροί και μεγάλοι περιμένουν υπομονετικά να ετοιμαστεί η παραγγελία τους.

Μάλιστα, πολλοί είναι αυτοί που δεν περιορίζονται στην κλασική αραβική πίτα, αλλά τη ζητούν με γέμιση σάλτσας (ελαφρώς πικάντικης) και τυριού ή …σοκολάτας. Ιδίως η τελευταία εκδοχή γίνεται ανάρπαστη από τους λιλιπούτειους πελάτες του αυτοσχέδιου αυτού φούρνου, που τον ανακαλύπτεις είτε διά της όσφρησης είτε ακολουθώντας τη χάρτινη πινακίδα της …οδού Ροζάβα (περιοχή της βόρειας Συρίας που κατοικείται κυρίως από Κούρδους), που έχουν τοποθετήσει κάποιοι άλλοι πρόσφυγες μερικές δεκάδες μέτρα πιο πριν. «Για να μας θυμίζει την πατρίδα μας» εξηγεί σε όσους κοιτούν περίεργα την πινακίδα η ηλικιωμένη γυναίκα που πίνει νωχελικά το τσάι της, καθισμένη σταυροπόδι πάνω σ’ ένα μαξιλάρι.

«’Αλλοι το λένε σαζ, άλλοι μαρκούκ και άλλοι τανούρ. Εξαρτάται από ποια περιοχή του αραβικού κόσμου έρχεται ο καθένας μας. Είναι το ψωμί του αραβικού κόσμου και, όπως θα διαπιστώσετε μόλις ψηθεί, είναι πεντανόστιμο» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο …φούρναρης, ο Μουράντ, ενώ ανοίγει το φύλλο εναλλάσσοντάς το από το ένα χέρι στο άλλο ή πετώντας το ελαφρά στον αέρα, προτού το τοποθετήσει σ’ ένα μαξιλάρι και από εκεί στο πυρακτωμένο μεταλλικό σκέπασμα πάνω στο βαρέλι.

«Πήρα την τέχνη αυτή από τη Συρία, την “κουβάλησα” στον Λίβανο και από εκεί στην Τουρκία, όπου δούλευα επί 8-9 μήνες, προτού έρθω εδώ. Καθημερινά ετοιμάζουμε γύρω στις 400 πίτες» προσθέτει.

«Παίρνω πίτες κάθε μέρα, όχι μόνο γιατί αυτό είναι το μόνο ψωμί που μ’ αρέσει, αλλά κυρίως γιατί μού φέρνει στο μυαλό την εικόνα της μάνας μου, που έχει μείνει πίσω στη Συρία, να ζυμώνει και να ψήνει για να μας τις προσφέρει ζεστές – ζεστές στο τραπέζι» λέει ο ‘Αχμεντ, παίζοντας με τα κέρματα που κρατά στο χέρι, ενώ περιμένει την παραγγελία του.

Τη συζήτηση διακόπτει η 9χρονη Ρίμα από το Χαλέπι της Συρίας, που ταξιδεύει μαζί με τη μητέρα της και τον αδελφό της, η οποία ζητά να της προσθέσουν λίγο παραπάνω τυρί στην πίτα της. «Μ’ αρέσει πολύ το τυρί» λέει στον Μουράντ, ενώ εκείνος ικανοποιεί την επιθυμία της μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.

Αραβικές πίτες δεν απολαμβάνουν όμως μόνο οι πρόσφυγες της Ειδομένης, αλλά κι αυτοί που μένουν στις σκηνές που έχουν στηθεί στο βενζινάδικο επί της εθνικής οδού Θεσσαλονίκης-Ευζώνων, στο ύψος του Πολυκάστρου. Εκεί, οι «φουρνάρισσες» είναι δύο γυναίκες, που κάνουν το άνοιγμα του φύλλου να μοιάζει… παιχνιδάκι, προς τέρψιν αυτών που καθημερινά σπεύδουν για προμήθειες.

Το συγκεκριμένο είδος ψωμιού, αναπόσπαστο τμήμα της αραβικής διατροφής, παρασκευάζουν και αρκετές γυναίκες πρόσφυγες μεμονωμένα, για τη δική τους οικογένεια, ενώ κάθε φορά που κάποιος πλησιάζει για να απαθανατίσει το περίτεχνο άνοιγμα του φύλλου, τού προσφέρουν με χαρά ένα κομμάτι για να δοκιμάσει.

alt
alt

Photos@Alison Thompson

alt

Της Σοφίας Παπαδοπούλου

alt
alt

Όταν ο Σάχερ ξεκινούσε από το Ντέιρ αλ Ζορ της Συρίας το μακρύ ταξίδι προς τη Γερμανία προκειμένου να ξεφύγει από τον πόλεμο και τα δεινά του, δεν φανταζόταν ότι η νέα του ζωή, αυτή που έχει ως σημείο εκκίνησης την ένωση δύο ανθρώπων σε γάμο, θα ξεκινούσε μέσα σε μία …σκηνή, στον άτυπο καταυλισμό της Ειδομένης.

Χθες το βράδυ (3/5/2016), ο 27χρονος Σάχερ φόρεσε τα καλά του και ήρθε “εις γάμου κοινωνίαν” με την αγαπημένη του, την 20χρονη Ρουχάγια, επίσης Σύρια.

Η νύφη ντύθηκε στα λευκά, όπως επιτάσσει η παράδοση, και με μια ανθοδέσμη φρέσκα λουλούδια στα χέρια αντάλλαξε όρκους αιώνιας πίστης και αγάπης με τον Σάχερ, υπό το βλέμμα δεκάδων προσφύγων και εθελοντών, που φρόντισαν τόσο για την αμφίεση της νύφης όσο και για τη γαμήλια τούρτα.

«Είμαστε περίπου ενάμιση μήνα στην Ειδομένη και αποφασίσαμε να μην περιμένουμε άλλο και να σφραγίσουμε με αυτόν τον συμβολικό τρόπο την αγάπη μας», εξήγησε, μιλώντας τηλεφωνικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο νεαρός Σύρος.

«Μαζί θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε ώσπου να πετύχουμε τον στόχο μας, να φτάσουμε στην Ευρώπη και να θέσουμε τις βάσεις για μια νέα ζωή, μακριά από τις βόμβες. Μια ζωή που θα μας δίνει το δικαίωμα να ονειρευόμαστε», είπε.

Ο γάμος του Σάχερ και της Ρουχάγια, μια “πολύχρωμη πινελιά” στον γκρίζο καμβά της Ειδομένης, εκτός από νυφικό, ανθοδέσμη και γαμήλια τούρτα, είχε και ροδοπέταλα, που σχημάτιζαν μια μεγάλη καρδιά πάνω στο στρώμα της σκηνής τους. Αλλά και πολύ φως, αφού γι’ αυτό φρόντισε η Αμερικανίδα εθελόντρια Άλισον Τόμπσον, τα ηλιακά φωτιστικά της οποίας είναι τα μόνα που φωτίζουν, μαζί με τ’ αστέρια, τις σκοτεινές νύχτες των προσφύγων.

alt

Όρκοι αιώνιας αγάπης…

Τους χώρισε η θάλασσα…

alt

Ο Φούρναρης των προσφύγων

alt

Play /Pause

Intro